.© 2020 SpartaNews.gr. All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr
Ο γέρος και ο σκύλος
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους αλλά με πολύ φυσική ομορφιά υπήρχε ένας γέρος, μόνος στο μικρό σπιτάκι του καθώς εδώ και χρόνια η γυναίκα του είχε πεθάνει και τα παιδιά του είχαν καιρό να κατέβουν στο χωριό από την Αθήνα που ζούσαν. Κανείς δεν ήξερε γιατί δεν έρχονταν να δουν το πατέρα τους αλλά και κανείς δεν έδινε τόση σημασία στον ηλικιωμένο, ούτε αυτός ήθελε να ασχολούνται μαζί του. Περνούσε ο καιρός και ο γέρος αισθανόταν τα βράδια του πλέον πιο βαριά… Κοίταζε τις άδειες καρέκλες και μελαγχολούσε… Όλο έλεγε μέσα του με εγκατέλειψαν αλλά δεν πειράζει αυτοί φταίνε, εγώ δεν έκανα τίποτα.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό, ο γέρος βγήκε και πήγε την καθιερωμένη του βόλτα στο χωριό του για να ψωνίσει και κάτι από το μπακάλικο…Περπατούσε και απολάμβανε τον ανοιξιάτικο ήλιο, μπορεί να φύσαγε λίγο αλλά ήταν και αυτό το αεράκι ευχάριστο.. Είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη και όλα τριγύρω έμοιαζαν να είναι σαν ένας μικρός παράδεισος… Ο γέρος μπήκε στο μπακάλικο και πήρε τα αγαπημένα του φρούτα, λίγα μανταρίνια, πορτοκάλια και αρκετά λαχανικά!
Ο μπακάλης παρατήρησε πως ο γέρος Στέλιος είχε τα κέφια του σήμερα και τον είδε χαμογελαστό μετά από καιρό…. Έτσι θέλησε να τον ρωτήσει…
- «Κύριε Στέλιο σας βλέπω χαρούμενο σήμερα και σας χαίρομαι!» είπε ο μπακάλης
- « Έτυχε παιδί μου.. Φαίνεται φταίει ο καιρός» είπε ο γέρο- Στέλιος « Έλα βάλε μου τα πράγματα σε μία μεγάλη σακούλα, να πληρώσω και να πάω πάλι στο σπιτάκι μου.»΄
- « Έγινε κυριε Στέλιο, να συνεχίσετε και τη βόλτα σας»
Ξαφνικά στη πόρτα του μπακάλικου φάνηκε ένα σκυλί, ήταν ήσυχο αν και μεγαλόσωμο… Τα μάτια του πρόδιδαν πως ήταν ταλαιπωρημένο και ήθελε κάτι να φάει…
Όταν το είδε ο μπακάλης στη πόρτα άρχισε να του φωνάζει να φύγει τότε ο γέρος είπε: « Τι είναι αυτό εδώ; Πού το βρήκες;»
- «Δεν είναι δικό μου κύριε Στέλιο… Περιφέρεται εδώ στη γειτονιά εδώ και κάτι μέρες. Μάλλον το παράτησαν!»
- « Κατάλαβα..! Όμορφο είναι και φαίνεται και έξυπνο αν και μεγαλόσωμο.»
- «Όλο και κάτι του ρίχνω αλλά μετά δεν θα ξέρω πώς να το ξεκολλήσω από εδώ» είπε ο μπακάλης προβληματισμένος αλλά ταυτόχρονα λυπημένος για τη μοίρα του σκυλιού.
Ο κύρ-Στέλιος πήρε τα ρέστα του, κοντοστάθηκε στη πόρτα και χάιδεψε απαλά στο κεφάλι το σκύλο που τα μάτια του ήταν έτοιμα να μιλήσουν. Ο γέρος έφυγε από το μπακάλικο και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Στο δρόμο σκεφτόταν τα παιδιά του, που είχε να τα δει καιρό και μετά τα λάθη που έκανε και τα είχε απομακρύνει… Έτσι, χαμένος μέσα στις σκέψεις τους δεν κατάλαβε πως ο ασπρόμαυρος, μεγαλόσωμος και καλοκάγαθος σκύλος που είχε γνωρίσει πριν λίγο στο μπακάλικο, τον είχε ακολουθήσει μέχρι το σπίτι του. Ξαφνιάστηκε όταν τον πήρε είδηση αλλά του χαμογέλασε. Έπειτα γύρισε και του είπε: «Τι με ακολούθησες εσύ; Τι να σε κάνω εγώ τώρα εδώ;». Ο σκύλος τον κοίταζε κατάματα και έπειτα έκατσε στα πόδια του, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί. Ο κυρ-Στέλιος μπήκε μέσα στο σπίτι και κοιτούσε από το παράθυρο τι θα κάνει το σκυλί.
Έφτιαξε λίγο φαγητό και ασυναίσθητα, κοίταξε έξω να δει αν ήταν ακόμα εκεί ο σκύλος. Και ναι λοιπόν ήταν εκεί, καθισμένος στο μικρό κηπάκι. Περιμένοντας κανένα κόκκαλο. Τότε ο γέρος έβαλε λίγο από το φαγητό του σε ένα πιάτο και το έδωσε στον σκυλάκο που φαινόταν να πεινάει πολύ. Ο σκύλος όταν τον είδε να βγαίνει από τη πόρτα με το πιάτο στο χέρι, αναπήδησε και άρχισε να κουνάει την ουρά του σαν παλαβός, λες και ήθελε να την ξεριζώσει! Μέσα του ο κυρ- Στέλιος ένιωσε μια ξαφνική χαρά που έβλεπε τον τρόπο που τον ευχαριστούσε αυτό το πλασματάκι. Καιρό είχε να αισθανθεί έτσι, πως κάποιος τον ευχαριστούσε αλλά καιρό είχε και αυτός να προσφέρει κάτι σε κάποιον. Χάζευε το σκύλο που έτρωγε πολύ λαίμαργα τα μακαρόνια που του είχε βάλει και αναρωτιόταν από πού να είχε φύγει αλλά και τι να τον κάνει τώρα… Έλεγε να τον αφήσει σε ένα γνωστό του εκεί κοντά και να πηγαίνει να τον βλέπει κιόλας. Τη στιγμή όμως που το σκεφτόταν αυτό, το σκυλί γύρισε και τον κοίταξε με τα μεγάλα παραπονιάρικα ματάκια του και τότε ήταν που στη καρδιά του γέρου σαν κάτι να σκίρτησε. Σταμάτησε να τον παρατηρεί και πήγε πίσω στο σπίτι του.
Την επόμενη μέρα, ο κύρ-Στέλιος ξύπνησε και έκανε το καφέ του, ένιωθε λίγο βαρύ το κεφάλι του αλλά ο ήλιος που έμπαινε από τα παράθυρα του σπιτιού του τον έκαναν αν αισθανθεί λίγο καλύτερα. Άνοιξε τη πόρτα και έριξε μία ματιά στο κήπο αλλά ο σκύλος δεν ήταν εκεί…. «Ουφ! Έφυγε και ησύχασα, γιατί σήμερα θα έτρεχα να τον αφήσω κάπου», μονολόγησε και συνέχισε να πίνει το καφέ του. Σε μια στιγμή το βλέμμα του έπεσε σε μια παλιά φωτογραφία μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του και τότε αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στη καρδιά. Μετά από αυτό, αποφάσισε να βγει για λίγο να περπατήσει, μήπως ξεπιαστεί και λίγο….