.© 2020 SpartaNews.gr. All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr
Ο παπα-Καλομοίρης (κοσμικό όνομα Ιωάννης Καλομοίρης) καταγόταν από τη Βορδόνια της Λακεδαίμονος και ήταν εφημέριος σ’ αυτήν με το βαθμό του οικονόμου. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και βρισκόταν σε στενό σύνδεσμο με τους προεστώτες του Μυστρά και της Λακεδαίμονος και ιδίως με τον κλέφτη Αντώνη Νικολόπουλο, που σκοτώθηκε στις 10 Απριλίου 1821 στη μάχη της Βλαχοκερασιάς.
Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, ο παπα-Καλομοίρης την ανήγγειλε, από το παράθυρο του σπιτιού του, ρίχνοντας με ένα μικρό πυροβόλο όπλο (τρομπόνι), που είχε στη διάθεσή του. Είναι αξιοσημείωτο ότι, αυτό το ιστορικό τρομπόνι του παπα-Καλομοίρη, σωζόταν ως τα προπολεμικά χρόνια (1930-1940) και οι Βορδονιώτες το χρησιμοποιούσαν για να λαμπρύνουν τις μέρες των εορτών.
Στις 28 Μαρτίου 1821 ο παπα-Καλομοίρης πήγε στην περιοχή του Μυστρά και συμμετείχε στην πανηγυρική κήρυξη της Επανάστασης, που έγινε από τον Παναγιώτη Κρεββατά, ο οποίος ύψωσε το λάβαρο, υπό τις ευλογίες του γηραιού επισκόπου Λακεδαιμονίας Χρυσάνθου, στην οχυρά θέση «Τρούπες», όπου βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναΐσκος της Ζωοδόχου Πηγής απέναντι ακριβώς από το λόφο του βυζαντινού Μυστρά.
Ο παπα- Καλομοίρης, επικεφαλής των Βορδονιωτών, ενώθηκε με τις δυνάμεις του Νικολόπουλου και του επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου κι έλαβε μέρος σε πολλές μάχες (Ναύπλιο, Άργος, Πάτρα, Δερβενάκια, Ακροκόρινθος) εναντίον των Τούρκων. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την ελευθερία» στη μάχη των Βασιλικών της Κορίνθου κατά του Δράμαλη (12 Αυγούστου 1822).
Οι Τούρκοι έκοψαν το κεφάλι του ηρωικού παπά και το κάρφωσαν στην αιχμή ενός μπαϊρακιού. Το μετέφεραν με πομπή στην Κόρινθο κι έλαβαν από τον πασά 30.000 γρόσια ως φιλοδώρημα. Έπειτα το πήγαν στη Θήβα και κατόπιν στην Πόλη στο Σουλτάνο Μαχμούτ. Το σώμα του παπα-Καλομοίρη βρέθηκε και τάφηκε με τιμές από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς στο ναΰδριο της Αγίας Παρασκευής, στο οποίο αναβλύζει πηγαίο ύδωρ.
Η λαϊκή μούσα έκλαψε το θάνατο του παπα-Καλομοίρη μ’ αυτά τα λόγια:
«Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη ’χε ξημερώσει.
Σκοτώθη ένας ντελή-παπάς, ο παπα-Καλομοίρης,
που ’ταν άξιος στον πόλεμο, άξιος οικονόμος.
Σούρνει μπαϊράκι κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο,
σούρνει και τ’ αδελφούλια του που ήτανε παλικάρια,
που ήταν αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα.
Ψιλή φωνίτσαν έσουρε και βαρυαναστενάζει,
των αδερφιών του φώναξε, των αδερφιών του λέει:
-Πού είσαι, Νικόλα μου, αδερφέ και συ Παρασκευά μου,
κι εσύ, Γιώργη παιδάκι μου, ογρήγορα προφτάστε,
φτάστε το γληγορότερο, για να με καταφτάστε,
να πάρτε το κεφάλι μου, να πάρτε τ’ άρματά μου,
να πάρτε το κεμέρι μου με δεκοχτώ χιλιάδες.
Να ειπήτε των παιδιώνε μου να μη με παντυχαίνουν,
ποτέ να μη με καρτερούν, να μη με περιμένουν,
τι εμένα μ’ έβαλε ο πασάς στη Θήβα μπαϊριαχτάρη,
στους πεθαμένους Μπίρμπαση, στους ζωντανούς να
κρένω.» (Θέρου Άγι, Τα τραγούδια των Ελλήνων, εκδ. Αετός, Αθήνα 1952)
Ο παπα-Καλομοίρης υπήρξε ανδρείος πολεμιστής και το όνομά του είχε γίνει θρυλικό ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες. Ο γραμματέας του Γιατράκου γράφει στις 8 Ιανουαρίου 1822: «...Και εις Άργος όπου ήμην, και εις Κόρινθο πολλοί με ηρώτουν, ποίος είναι ο παπα-Καλομοίρης όπου έχει ο Γιατράκος κοντά του...». Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής υπάρχει το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα που αποδεικνύει την αξία του παπα-Καλομοίρη: «...ημείς καυχόμεθα ότι έχουμε ένα τοιούτον φίλον, όστις όπου ακούσει υπέρ πατρίδος και πίστεως πόλεμο ορμά, θεία δυνάμει, ως λέων κατά των εχθρών...»!
Γράφει ο Γιάννης Μητράκος